Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014


  Παραμονή Χριστουγέννων και στο σπίτι έχουμε καλεσμένους για το καθιερωμένο ρεβεγιόν. Κάποια στιγμή μέσα στο χαμό που επικρατεί συνειδητοποιώ ότι λείπει το κινητό μου. Λογικά το ξέχασα στο αυτοκίνητο όταν πήγα για ψώνια το απόγευμα. Ενημερώνω τους δικούς μου ότι κατεβαίνω για λίγο να το φέρω και φεύγω. Αυτή τη φορά έχω παρκάρει λίγο πιο μακριά απ ό,τι συνήθως, αφού πάντα τέτοιες μέρες η κίνηση είναι αυξημένη και δε βρίσκεις εύκολα ελεύθερη θέση. Το ρολόι μου δείχνει περασμένες έντεκα. Βγαίνω στο δρόμο. Έξω κυριαρχεί απόλυτη ησυχία, όλοι προφανώς έχουν μαζευτεί σε σπίτια και μαγαζιά για να γιορτάσουν, δεν κυκλοφορεί κανείς. Ακόμη κι η μουσική στα μεγάφωνα που έχει τοποθετήσει ο δήμος αυτές τις μέρες, έχει σταματήσει από ώρα. Αναριγώ από το τσουχτερό κρύο και με τα χέρια μου αγκαλιάζω σφιχτά το παλτό μου. Δε με νοιάζει τόσο που κρυώνω, άλλωστε ευκαιρία έψαχνα να γλιτώσω από την αδολεσχία των συγγενών μου και τις ανακριτικές τους ερωτήσεις. Για να ηρεμήσει λίγο το κεφάλι μου, αποφασίζω να κάνω πρώτα μια βόλτα μέχρι την κεντρική πλατεία της περιοχής μου. Τα δέντρα είναι στολισμένα με λαμπάκια κι άλλα διακοσμητικά στοιχεία, ενώ δίπλα στα σκαλιά της εκκλησίας η οποία και βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας, έχει στηθεί μια υπαίθρια φάτνη. ''Στολίσαμε και φέτος, σκέφτηκα, ''τα καταφέραμε…''. Αν και σπανίως δίνω σημασία, στέκομαι για λίγο και παρατηρώ τη φάτνη. Μικρή, θυμάμαι, ήταν το αγαπημένο μου χριστουγεννιάτικο ''αξιοθέατο'', γιατί έμοιαζε με κουκλόσπιτο αλλά σε αληθινές διαστάσεις, γεγονός που το έκανε ακόμη πιο ενδιαφέρον, τόσο που η μαμά μου κατέβαλε προσπάθεια ώστε να μην μπω μέσα κι αρχίζω να αγγίζω τις ''κούκλες''. Επιστροφή στο σήμερα, κι ένας αδέσποτος σκύλος έχει βρει καταφύγιο σε μια απάνεμη γωνιά της κατασκευής, πάνω στα άχυρα. Χαμογελάω, πιο κατάλληλο μέρος, σκέφτομαι, δε θα μπορούσε να βρει την αποψινή βραδιά, κοιμάται υπό τη σκέπη του Θεού, στην κυριολεξία. Ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά στο βάθος, διαπιστώνω ότι το θείο βρέφος λείπει. Ιεροσυλία θα πουν κάποιοι, κακόγουστο αστείο θα το θεωρήσω εγώ και θα κάνω να φύγω. Κι όπως γυρίζω την πλάτη μου, προτού απομακρυνθώ, το αυτί μου πιάνει κάτι που θυμίζει κλάμα. ''Ο σκύλος θα είναι'', λέω στον εαυτό μου, αλλά όταν στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος του, το ζωντανό δε βρίσκεται πια εκεί. ''Δεν μπορεί, θα παράκουσα'', συνέχισα τον εσωτερικό μου μονόλογο,''ώρα να γυρίσω, θα ανησυχούν''. Το κλάμα όμως, επιστρέφει και τώρα είμαι σχεδόν σίγουρη ότι είναι ανθρώπινο και συγκεκριμένα, γυναικείο. Κοιτάζω αναστατωμένη γύρω μου αλλά δε βλέπω κανέναν και τίποτα που θα μπορούσε να παράγει αυτόν τον ήχο. Γυρνάω και πάλι προς τη φάτνη και για μια στιγμή την προσοχή μου τραβά κάτι σαν λαμπύρισμα. Πλησιάζω όσο πιο κοντά μπορώ, το παιχνίδισμα του φωτός, διακρίνω τώρα, προέρχεται από το ομοίωμα της Παναγίας. Αδυνατώ να πιστέψω αυτό που βλέπω, η Παναγία μοιάζει να έχει δακρύσει! Ανοιγοκλείνω συνεχώς τα μάτια μου, ''δεν μπορεί'', ψελλίζω, ''αποκλείται, μου φάνηκε, θα είναι κάποιου είδους αντανάκλαση από τα λαμπιόνια της στολισμένης πλατείας ή μάλλον θα ζαλίστηκα, μάλλον ήπια παραπάνω''. ''Ωρα να την κάνω και γρήγορα'', αφήνω να μου ξεφύγει δυνατά και γυρίζω την πλάτη μου. ''Καλά άκουσες'', μια φωνή από το πουθενά μου μιλά, ''ήταν η μητέρα μου, κάθε φορά που κάποιος αμαυρώνει την ύπαρξη μου θρηνεί, όπως κάθε μάνα''. Παγώνω, δεν τολμώ καν να κοιτάξω, νιώθω τους παλμούς μου να χτυπούν ιλλιγιωδώς στους κροτάφους μου, ο ήχος της συνεχώς επιταχυνόμενης αναπνοής μου φαντάζει εκκωφαντικός στη σιωπή της στιγμής, ο χρόνος έχει σταματήσει. Κάνω να γυρίσω, δεν πιστεύω αυτό που αντικρίζω. Μπροστά μου στέκεται ένας νεαρός άντρας, ψηλός με μακριά καστανά μαλλιά, ντυμένος με έναν μακρύ λευκό χιτώνα και ξυπόλητος. Το πρόσωπό του ακτινοβολεί μια απόκοσμη λάμψη. Θέλω να τρέξω μακριά αλλά τα πόδια μου δεν υπακούν. ''Ποιος είσαι; '' ψελλίζω με την ελάχιστη δύναμη που μου έχει απομείνει. ''Ησύχασε'' μου απαντά, ''μη φοβάσαι''. ''Ποιος είσαι;'' ξαναρωτάω, '' ή μάλλον τι είσαι; ''. Με την ίδια πραότητα μου ξαναλέει να ησυχάσω και αρχίζει να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Ανήμπορη να κάνω το παραμικρό βήμα, έντρομη, μένω εκεί, αποσβολωμένη να τον βλέπω να με πλησιάζει ολοένα και περισσότερο. Δευτερόλεπτα πριν χάσω τις αιθήσεις μου, αισθάνομαι το χέρι του να ακουμπά τον ώμο μου, μια γλυκιά ζέστη κατακλύζει όλο μου το σώμα και τότε σωριάζομαι. 
  Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, ούτε τι μεσολάβησε το διάστημα εκείνο, ξέρω μονάχα ότι ήταν η έντονη μίξη από λιωμένο κερί και λιβάνι που με ξύπνησε. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήμουν μέσα σε εκκλησία και μάλιστα σε αυτή της πλατείας, την αναγνώρισα από την έλλειψη αγιογράφησης. Είναι ανατριχιαστικό να βρίσκεσαι μέσα σε έναν κλειστό ναό τόσο αργά, μεσάνυχτα πια λογικά. Το λιγοστό αχνό φως που φτάνει στο εσωτερικό του ναού μέσα από τα στενά παράθυρα και τα βιτρώ του τρούλου δημιουργεί αλλόκοτες σκιές, ίσα ίσα που διακρίνονται οι επιφάνειες των γύρω πραγμάτων. ''Ο ναός δεν είναι ποτέ κλειστός όπως κι η αγκαλιά μου'' ακούω μια φωνή που μάλλον είχε μόλις διαβάσει τη σκέψη μου. ''Επειδή δε με βλέπεις στην πραγματικότητα δε σημαίνει πως δεν υπάρχω. Υπάρχω σε καθετί που αγαπάς και φροντίζεις με στοργή και συμπόνια. '' Θεέ μου'' φωνάζω ως επιφώνημα ένδειξης τρόμου. ''Ο υιός Του για την ακρίβεια'', βλέπω το νεαρό άντρα της πλατείας να μου απαντά ενώ ανάβει με ευλάβεια το κρεμαστό καντήλι. Το φως δυναμώνει. ''Τι εννοείς είσαι ο, ο Χριστός;'' ρωτάω με τρεμάμενη φωνή. Μα δεν μπορεί μάλλον τρελάθηκα ή ονειρεύομαι ή έχω πεθάνει και ζω μια μεταφυσική εμπειρία, σκέφτομαι από μέσα μου. ''Μη μου κάνεις κακό σε παρακαλώ'', Του λέω και μαζεύομαι στη θέση μου. ''Είσαι ένα από τα παιδιά μου, μόνο απέραντη αγάπη τρέφω για εσένα. Μπορείς να μου ανοίξεις κι εσύ την καρδιά σου χωρίς να φοβάσαι''. Με τη φλόγα από το καντήλι να τρεμοπαίζει, παρατηρώ την ψηλόλιγνη φιγούρα Του. Η μορφή Του αποπνέει μια ηρεμία μια γαλήνη, το ύφος Του είναι τόσο μειλίχιο, δε μοιάζει με τον τρελό της περιοχής, καταλήγω, σίγουρα όχι. Αναθαρρώ λίγο και του απευθύνω το λόγο, ''αν υποθέσουμε ότι είσαι όντως ο Χριστός, γιατί παρουσιάστηκες μόνο σ εμένα και όχι σε ολόκληρο το ποίμνιο Σου;'' ''Αυτό'', μου απαντάει, ''το ξέρεις εσύ τέκνο μου, εσύ με έφερες εδώ αυτή τη νύχτα, εσύ με κάλεσες από τα βάθη της ψυχής σου''. ''Μα εγώ δε Σε έψαξα ποτέ, εγώ αντίθετα ανυπομονούσα να περάσουν οι γιορτές και όλα τα γλυκανάλατα που πάνε μαζί'', λέω με περιπαιχτικό ύφος. Ησυχία, δεν παίρνω απάντηση. ''Δηλαδή'' συνεχίζω, ''το κλάμα που άκουσα έξω ήταν της Παναγίας'', ρωτάω με μια ελαφριά ειρωνεία; Ησυχία ξανά. ''Είσαι ακόμη εδώ;'' φωνάζω και ο αντίλαλος της φωνής μου αντηχεί σε ολόκληρο το ναό, ''φοβαμαι'' λέω ψιθυριστά. Και τότε νιώθω πάλι τη ζεστή Του αύρα να πλησιάζει, αυτή τη φορά κάθεται δίπλα μου. Μοιάζει τόσο αληθινός, τόσο αγνός, τόσο καλοσυνάτος, κι αυτή η λάμψη, σκέφτομαι, δεν μπορεί να ειναι τεχνητή, αποκλείεται…όντως έχω μπροστά μου τον Ιησού Χριστό! ''Ξέρεις'' Του λέω ''Σε πιστεύω, αλλά μου φαίνεται τόσο περίεργο…μπορώ να Σε ρωτήσω ό,τι θέλω, γιατί πάντα είχα απορίες σχετικά…''  ''Μπορείς'', μου απαντάει, ''είμαι εδώ για εσένα σήμερα''. Ξαφνικά δε μου έρχεται τίποτα, είναι απίστευτο, ο Ιησούς Χριστός στέκεται μπροστά μου με σάρκα κι οστά κι εγώ δε βρίσκω τίποτα να Τον ρωτήσω! Επικρατεί απόλυτη σιωπή για μερικά λεπτά. ''Ειναι ώρα να πηγαίνω'', μου λέει, διακόπτοντας τη σιωπή, ''με χρειάζονται και τα άλλα αδέλφια σου, όσο είσαι δίπλα τους θα με βρίσκεις συχνά'', ''περίμενε δύο ερωτήσεις μόνο'', λέω ξαναβρίσκοντας τη φωνή μου, ''ο διάλογος με τον Πόντιο Πιλάτο σε ποια γλώσσα έγινε, γιατί αποκλείεται να γνώριζες σαν ένας φτωχός ξυλουργός που ήσουν, την επίσημη γλώσσα των ρωμαίων κρατικών λειτουργών… και για τον τελευταίο πειρασμό του Καζαντζάκη, αλήθεια εκείνη τη δύσκολη στιγμή λίγο πριν το τετέλεσται υπερίσχυσε η ανθρώπινη φύση Σου, σκέφτηκες έστω για λίγο πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή Σου αν ήσουν άνθρωπος κι όχι γιος του Θεού;'' Καμία απόκριση. Πηγαίνω δειλά προς την πόρτα, τη βρίσκω ανοιχτή. Η απότομη εναλλαγή από το σκοτάδι του ναού στο εξωτερικό φως θολώνει για μερικά δευτερόλεπτα την όρασή μου. Κατεβαίνω στην πλατεία, δεν υπάρχει κανείς τριγύρω. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά ακόμα κι η φάτνη. Έχει επιστρέψει κι ο σκύλος, μόνο που αυτή τη φορά κοιμάται κουλλουριασμένος στη θέση του εξαφανισμένου θείου βρέφους. Σταυροκοπιέμαι καλού κακού, ανασκουμπώνομαι και παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Αν ρωτήσουν γιατί άργησα, θα τους πω ότι συνάντησα τυχαία έναν γνωστό μου από παλιά και πιάσαμε κουβέντα, ένας θεός ξέρει από πότε είχα να τον δω…