Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Οι μακροοικονομικες προεκτασεις μιας καιροσκοπικης μικροοικονομιας


Θολα τζαμενια πορτοκαλι ενεχυροδανειστηρια, γριες που παπαγαλιζουν στην tv εκθειαστικα  σχολια για σομπες κι υποστρωματα δινοντας feedback σε οσους μη προνομιουχους δε χορτασαν αρκετα τα λαικιστικα παραληρηματα τυπου Αυτιά και την ακατασχετη κινδυνολογια τυπου Σαμαρα, εξαρση μιας telemarketing υποκουλτουρας με την ασταματητα προβαλλομενη διαβολικη συμπτωση της δισυποστατης μαλλον Βαλαωριτου εν Αθηναις και εν Θεσσαλονικη, επαναφορα των προικωων σε ζηλευτα σετ γιατι ο θεσμος της προικας δεν καταργηθηκε ποτε ουσιαστικα απλως στριμωχθηκε στο κατω κατω συρταρι με τα λοιπα σεμεν, βομβαρδισμος απο συγκριτικες- κατινιστικες διαφημισεις που με το απενεχοποιητικο made in greece μπηγουν το μαχαιρι κατευθειαν στο εθνικιστικο κοκαλο εκεινου του νεοελληνα που χτυπαει σουβλακια, μπυρες, ταττου κι ενιοτε αλλοδαπους (η σειρα ειναι τυχαια), ψευτο-αρωματοπωλεια που σνομπαρουν τη φθηνιαρα πλην οριτζιναλε Μυρτω, και που παραμονευοντας στα πηγμενα πεζοδρομια μας ψεκαζουν, τους ηδη ψεκασμενους, με Κοκο Κατινελ, ρουχα που τα ζυγιζεις σε λογικη 1/4 σαλαμι αερος, - θυμηθηκε κανεις τον ατακαδορο κι αποστομωτικο Αδωνη μηπως;;- Και μπερδευομαι, απ τη μια νομιζω οτι ξυπναω και κοιμαμαι σε αποσχιθεν κρατος της πρωην Σοβιετικης Ενωσης που κανει τα πρωτα του δειλα baby steps στον, θου Κυριε, φυλακην  τω στοματι μου, καπιταλιστικο κοσμο, απ την αλλη μας βλεπω σαν ενα βουτηγμενο στον υπερκαταναλωτισμο-θυμα του marketing, πειθηνιο, ευπιστο και slow on the uptake- τα δανειζομαι τα εγγλεζικα απο τον Γιωργακη- αμερικανιζον χαζοεθνος. Αναποφευκτος για ´μενα συνειρμος η  Κανελλη να κλεβει την παρασταση με το μαυρο fleece-βελουτε hoodies της με τα λευκα αστερακια στο μαυρο φοντο που λες και τα συγκεραζει επιτυχως ολα αυτα μαζι  και που σε κανει να πιστευεις οτι σε αυτο το εξευγενισμενα αυθαδικο και φαινομενικα αταιριαστο με το βουλευτικο εδρανο, urban streetwear φουτερακι ειναι που γενναται η ελπιδα για επιτευξη εθνικης συνεννοησης Αλεξη μου, Αντωνη μου, Βαγγελη μου (καθαρα αλφαβητικη σειρα). Το μυστικο, μου φαινεται, ειναι στο mix 'n match, μην το φοβαστε οι παραπανω, βαλτε βγαλτε, συνδυαστε ελευθερα κι οπως λεει και μια διαφημιση, λερωθειτε κι ελευθερα κανει καλο. Αλλα επι αυτου ξερει να σας τα πει καλυτερα κι ο ΠΔ ως απλος παρατηρητης της μπουγαδας, αντε και colour catcher εν οψει εκλογων οταν (ε)μπλεκονται τα χρωματα κι οχι μονο...

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ


ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

  Από μικρή είχα τη συνήθεια να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, τις κινήσεις τους, τους μορφασμούς τους, τον τρόπο ομιλίας τους, τις αντιδράσεις τους στα διάφορα ερεθίσματα, όχι όμως με επικριτική διάθεση, ούτε από κουτσομπολίστικη περιέργεια όπως επιπόλαια μπορεί να σκεφτεί κανείς αλλά -ας μου επιτραπεί η έκφραση- από κάποιου είδους ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Ομολογώ ότι ως παιδί και συγκεκριμένα μοναχοπαίδι με συχνά παραπάνω ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό μου από αυτόν που πραγματικά χρειαζόμουν, δεν ήμουν ποτέ της δράσης, υπό την έννοια ότι έβρισκα πιο εύκολο να περιεργάζομαι τα άτομα στο περιβάλλον μου από το να εμπλέκομαι δυναμικά στη διαδραστική διαδικασία να τα γνωρίσω. Ήταν ας πούμε ο δικός μου τρόπος προσέγγισης, ο δικός μου τρόπος κοινωνικοποίησης, εντελώς μονομερής κι ατελέσφορος στην εξεύρεση αντικρίσματος, που ενώ με κρατούσε, φαινομενικά όμως, δέσμια μιας απαθούς κατάστασης, παράλληλα μου προσέδιδε ένα χρήσιμο, τουλάχιστον κατ' εμένα, γνώρισμα, αυτό του εν δυνάμει ψυχογράφου. Κάθε φορά που παρατηρούσα ένα άτομο ασυναίσθητα σχεδόν ευθυγράμμιζα την οπτική μου με αυτή που συμπέρανα για δική του, έμπαινα για λίγο, αυτό που λέμε, στη θέση του. Προσπαθώντας να κατανοήσω τη συμπεριφορά του και τη λογική των πράξεων του, ερχόμουν αντιμέτωπη με ένα καινούργιο κάθε φορά κοινωνιολογικό πλαίσιο. Κατά αυτόν τον τρόπο μου δινόταν επιπλέον κι η ευκαιρία να συνειδητοποιώ χαρακτηριστικά για το περιβάλλον μου και τον τρόπο που είχα επιλέξει να ζω μέσα σε αυτό. 'Αλλωστε, όπως ορθά λέγεται, μολονότι στην περίπτωση μου η έρευνα σταματούσε στην παρατήρηση, μόνο όταν επιτρέψεις στον εαυτό σου να διεισδύσει σε μια πραγματικότητα μη γνώριμη κι οικεία, ξένη προς τη δική σου, θα μπορέσεις τελικά να ανακαλύψεις πού πραγματικά ανήκεις, ποιος είναι ο δικός σου κόσμος. 
  Αν και πλέον είμαι ενήλικη, η συνήθεια αυτή συνεχίζει να με ακολουθεί ΄ ακόμη και σήμερα μου είναι δύσκολο να απεκδυθώ τον ρόλο του παρατηρητή. Απόδειξη αποτελεί η παρακάτω κι ίσως κι η πιο πρόσφατη που να μπορώ να καταθέσω, βιωματική ιστορία ψυχογραφικής απόπειρας.
  Τη χρονιά που θα έδινα πανελλαδικές εξετάσεις αποφασίσαμε από κοινού στο σπίτι να μεταφερθώ στο απέναντι δωμάτιο, σε εκείνο που έβλεπε στην πίσω μεριά της πολυκατοικίας, ώστε να έχω περισσότερη ησυχία για να διαβάζω. Το νέο μου δωμάτιο είχε πρόσβαση σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα στον κήπο της πιλοτής ο οποίος και μεσολαβούσε μεταξύ της πολυκατοικίας κι ενός μικρού δρόμου. Εκεί σε αυτόν τον ήσυχο δρόμο τον γεμάτο νερατζιές υπήρχε μια παλιά διπλοκατοικία από αυτές της δεκαετίας του '60 που σημειολογικά και πολεοδομικά πάλευαν να συγκεράσουν την πρακτικότητα της επαρχιώτικης μονοκατοικίας με τον μοντερνισμό του αστικού διαμερίσματος. Στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο πολυόροφες πολυκατοικίες, με μια μικρή αυλή στην είσοδό της η διπλοκατοικία έστεκε εκεί να κοιτάζει προς το δρόμο. Στον επάνω όροφό της πρόβαλε ένα μπαλκόνι, ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο, μάλλον στενόμακρο με άσπρα κάγκελα και τρεις-τέσσερις διάσπαρτες εδώ κι εκεί γλάστρες. Στην ταράτσα της ορθωνόταν μια οικοδομική παραφωνία, ένα μικρό αυτοσχέδιο δώμα που με μια πρώτη μάτια έμοιαζε να λειτουργεί σαν πλυσταριό με ένα μακρύ σχοινί δεμένο όπως όπως σε δύο πασσάλους του για το άπλωμα των ρούχων. Υπήρχε σίγουρα και μια τηλεόραση στο εσωτερικό του αφού συχνά τα βράδια έβλεπα το μπλε φως της οθόνης να αντανακλάται πάνω στο τζάμι της πόρτας. 
  Στο σπίτι κατοικούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ανδρόγυνο, πάνω από 80 χρονών ο καθένας. Ο γέρος κι η γριά, έτσι τους αποκαλούσα, κάθε άλλο παρά βαρετοί ήταν. Οι καβγάδες τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν το λιγότερο ομηρικοί καθώς σχεδόν κάθε μέρα βρίζονταν, καταριόντουσαν την ώρα που γνωρίστηκαν κι εύχονταν ο ένας στον άλλο να τους πάρει μαζί του ο έξω από εδώ. Δε θα ξεχάσω ένα περιστατικό που συνέβη το καλοκαίρι πριν από δύο χρόνια όταν πάνω σε ένα τσακωμό η γριά κλείδωσε το γέρο στο μπαλκόνι σχεδόν όλο το βράδυ αγνοώντας επιδεικτικά τις φωνές και τα χτυπήματά του στην πόρτα που είχαν σηκώσει τα μεσάνυχτα όλη τη γειτονιά στο πόδι. Πάντα έτσι να ήταν, απορουσα πού και πού. Πώς υπομένεις τόσα χρόνια έγγαμου βίου με έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν επικοινωνείς πια, που δεν αντέχεις καν να βλέπεις; Και πού βρίσκεις άραγε το κουράγιο σε αυτήν την ηλικία να διαπληκτίζεσαι τόσο έντονα μαζί του; Οι καβγάδες τους με έκαναν γρήγορα να καταλάβω και τη χρησιμότητα του δώματος, αφού όπως αποδείχθηκε ο γέρος έβρισκε εκεί καταφύγιο τις μέρες που η κατάσταση με τη γριά έφτανε στο απροχώρητο. Τουλάχιστον, σκεφτόμουν, ήταν κύριος, έφευγε εκείνος από το σπίτι. 
  Σε αντιστάθμισμα της απρεπούς και ντροπιαστικής συμπεριφοράς των γέρων ερχόταν το παρουσιαστικό τους που έδινε την εικόνα ενός καλοβαλμένου και με επίπεδο ζευγαριού. Η γριά ήταν φιγούρα αριστοκρατική, συνήθιζε να βγαίνει στο μπαλκόνι φορώντας μια γυαλιστερή ρόμπα και μαύρα γυαλιά ηλίου -τις πρωινές ώρες- ,πάντοτε με κουπ κομμωτηρίου. 'Αλλωστε, το βασικό της ''επιχείρημα'' στους τσακωμούς της με το γέρο αποτελούσε το γεγονός ότι εκείνη ήταν μια γυναίκα εξαίρετης καταγωγής και καλλιεργημένη  που δυστυχώς κακόπεσε όταν τον παντρεύτηκε. Ο γέρος πάλι ήταν υπερβολικά μικρόσωμος και κοντός, αρειμάνιος καπνιστής, με φωνή όμως καθαρή και βροντερή που δε θύμιζε ηλικιωμένο. Αυτός ήταν κι ο μόνος που έβγαινε εκτός σπιτιού με εμφάνιση εξίσου προσεγμένη με εκείνη της γριάς. Στις εξόδους του κουβαλούσε μάλιστα μαζί του κι ένα τσαντάκι, όχι από αυτά του φαρμακείου, αλλά ένα που έμοιαζε με φάκελο, κατάλοιπο μάλλον της πάλαι ποτέ επαγγελματικής του ιδιότητας ως τραπεζικός, όπως πληροφορήθηκα από τον μπαμπά μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, τα καλοκαίρια η γριά έμενε ξύπνια ως αργά τα μεσάνυχτα βλέποντας τηλεόραση δίπλα στην μπαλκονόπορτα με τη λάμπα αναμμένη, και κάπου εκεί γύρω στις τρεις το ξημέρωμα έσβηνε το φως οπότε κι υπολόγιζα την ώρα από το σκοτάδι. Ο γέρος συνήθως καθόταν πάνω στο δώμα της ταράτσας, πότε άπλωνε ρούχα, πότε πότιζε. Καμιά φορά κάθονταν και μαζί στο μπαλκόνι, εκείνος κάπνιζε. Δε μιλούσαν παρά μόνο για να τσακωθούν και να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του, ο γέρος προς την ταράτσα κι η γριά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Ποτέ μου δεν τους είχα δει από κοντά, αν και μας χώριζε μονάχα ένας δρόμος. Στο μυαλό μου είχαν περάσει ως αρχετυπικές φιγούρες του συμβατικού ζευγαριού που γερνάει παρέα από ανάγκη κι όχι από αγάπη.  
  Συχνά αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που τους κρατούσε τόσα χρόνια μαζί. Τα στερεότυπα της κοινωνίας που εκείνες τις εποχές ειδικά ήθελαν το διαζύγιο πράξη ιδιαιτέρως ντροπιαστική και κατακριτέα, η δύναμη της συνήθειας που τελικά δημιουργεί αρρωστημένες εξαρτήσεις, ίσως η αδυναμία του ενός από τους δύο να σταθεί οικονομικά αυτοδύναμος έξω από το γάμο…; Πιθανόν κάποιος από τους παραπάνω λόγους να έπαιξε ρόλο, ήταν όμως κι ο κυριότερος άραγε; Δεν άργησα πολύ να πάρω την απάντηση που έψαχνα. Υπήρχε μία περίοδος μέσα στο καλοκαίρι που στο μπαλκόνι έκανε την εμφάνισή της μια μελαχρινή νεαρή κοπέλα όχι πάνω από 30 χρονών. Ήταν αρκετά ψηλή κι αδύνατη, κι ενώ δεν μπορούσα λόγω απόστασης να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της για κάποιο λόγο είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι ήταν όμορφη. Ένα βράδυ που η ησυχία απλωνόταν σε όλη τη γειτονιά την άκουσα για πρώτη φορά να μιλάει, μόνο που ο λόγος της δεν ήταν καθαρός, κατά διαστήματα διακοπτόταν από άναρθρες κραυγές κι ακουγόταν σχεδόν παραληρηματικός. Το νεαρό κορίτσι προφανώς έπασχε από κάποια μορφή νοητικής υστέρησης που όμως, όπως τουλάχιστον εμένα μου φαινόταν, δεν περιόριζε δραματικά την ικανότητα αντίληψης και τη συμπεριφορά της. Αργότερα έμαθα οτι κι οι δύο γονείς της την είχαν εγκαταλείψει, είχαν ξαναφτιάξει τη ζωή τους κάνοντας άλλα παιδιά κι οι παππούδες της από την πλευρά της μητέρας της, ο γέρος κι η γριά δηλαδή, ήταν οι μόνοι που της είχαν απομείνει να τη φροντίζουν. 
  Ο ερχομός της εγγονής σηματοδοτούσε μια περίοδο ''εκεχειρίας'' μεταξύ του γέρου και της γριάς, αφού όσο διάστημα η κοπέλα έμενε μαζί τους οι καβγάδες σταματούσαν, δεν άκουγες το παραμικρό. Τα βράδια συνήθιζαν να κάθονται όλοι μαζί στο μπαλκόνι και μάλιστα ο γέρος καμιά φορά παράγγελνε και πίτσα. Οι δυο τους έβγαιναν βόλτα, την άφηνε να ανεβαίνει στην ταράτσα όπου η γριά απαγορευόταν να πατήσει το πόδι της, ακόμη της έδινε να κάνει διάφορες μικροδουλειές του σπιτιού. Μέχρι που κάποια μέρα περί τα τέλη του καλοκαιριού η κοπέλα έφευγε και οι γέροι έβρισκαν και πάλι τον παλιό τους εαυτό. Η εγγονή τους, κατέληξα, αυτή ήταν ο συνδετικός τους κρίκος, η αιτία που, παρά την αποστροφή που έτρεφε ο ένας για τον άλλο, τους κρατούσε μαζί αν όχι από πάντα, σίγουρα τα τελευταία χρόνια. Τελικά η αγάπη ήταν αυτό που τους ένωνε, μπορεί όχι η ανά μεταξύ τους αλλά η υπέρ τρίτου. Αγάπη όμως ήταν κι αυτή, γιατί πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το κίνητρο που ωθεί δύο ανθρώπους να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να παραβλέψουν τον εγωισμό τους προκειμένου να σταθούν μαζί δίπλα σε εκείνον που τους έχει ανάγκη;
  Προχθές καθώς περνούσα από τον κεντρικό στο γυρισμό μου για το σπίτι είδα ένα κηδειόχαρτο, φρεσκοκολλημένο σε μια κολώνα αλλά το προσπέρασα χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία. 
'' Τα έμαθες; '' μου λέει ο μπαμπάς μου καθώς έμπαινα μέσα, '' πέθανε η γριά από απέναντι''. Πέθανε, όχι, κρίμα… σφίχτηκε η καρδιά μου. Κατευθύνθηκα με φόρα προς το δωμάτιό μου, έτρεξα προς τη μπαλκονόπορτα και με μια αμήχανη βιασύνη τράβηξα την κουρτίνα να ανοίξει. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο μπαλκόνι της διπλοκατοικίας με τα άσπρα κάγκελα. Κι έρχεται καλοκαίρι σκέφτηκα…κι η κοπέλα; … Πόσο μόνος θα αισθάνεται ο γέρος, κανείς δε θα του ανταπαντά πια όταν θα βλαστημάει... αλλά υποθέτω, η ζωή συνεχίζεται…

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014


  Παραμονή Χριστουγέννων και στο σπίτι έχουμε καλεσμένους για το καθιερωμένο ρεβεγιόν. Κάποια στιγμή μέσα στο χαμό που επικρατεί συνειδητοποιώ ότι λείπει το κινητό μου. Λογικά το ξέχασα στο αυτοκίνητο όταν πήγα για ψώνια το απόγευμα. Ενημερώνω τους δικούς μου ότι κατεβαίνω για λίγο να το φέρω και φεύγω. Αυτή τη φορά έχω παρκάρει λίγο πιο μακριά απ ό,τι συνήθως, αφού πάντα τέτοιες μέρες η κίνηση είναι αυξημένη και δε βρίσκεις εύκολα ελεύθερη θέση. Το ρολόι μου δείχνει περασμένες έντεκα. Βγαίνω στο δρόμο. Έξω κυριαρχεί απόλυτη ησυχία, όλοι προφανώς έχουν μαζευτεί σε σπίτια και μαγαζιά για να γιορτάσουν, δεν κυκλοφορεί κανείς. Ακόμη κι η μουσική στα μεγάφωνα που έχει τοποθετήσει ο δήμος αυτές τις μέρες, έχει σταματήσει από ώρα. Αναριγώ από το τσουχτερό κρύο και με τα χέρια μου αγκαλιάζω σφιχτά το παλτό μου. Δε με νοιάζει τόσο που κρυώνω, άλλωστε ευκαιρία έψαχνα να γλιτώσω από την αδολεσχία των συγγενών μου και τις ανακριτικές τους ερωτήσεις. Για να ηρεμήσει λίγο το κεφάλι μου, αποφασίζω να κάνω πρώτα μια βόλτα μέχρι την κεντρική πλατεία της περιοχής μου. Τα δέντρα είναι στολισμένα με λαμπάκια κι άλλα διακοσμητικά στοιχεία, ενώ δίπλα στα σκαλιά της εκκλησίας η οποία και βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας, έχει στηθεί μια υπαίθρια φάτνη. ''Στολίσαμε και φέτος, σκέφτηκα, ''τα καταφέραμε…''. Αν και σπανίως δίνω σημασία, στέκομαι για λίγο και παρατηρώ τη φάτνη. Μικρή, θυμάμαι, ήταν το αγαπημένο μου χριστουγεννιάτικο ''αξιοθέατο'', γιατί έμοιαζε με κουκλόσπιτο αλλά σε αληθινές διαστάσεις, γεγονός που το έκανε ακόμη πιο ενδιαφέρον, τόσο που η μαμά μου κατέβαλε προσπάθεια ώστε να μην μπω μέσα κι αρχίζω να αγγίζω τις ''κούκλες''. Επιστροφή στο σήμερα, κι ένας αδέσποτος σκύλος έχει βρει καταφύγιο σε μια απάνεμη γωνιά της κατασκευής, πάνω στα άχυρα. Χαμογελάω, πιο κατάλληλο μέρος, σκέφτομαι, δε θα μπορούσε να βρει την αποψινή βραδιά, κοιμάται υπό τη σκέπη του Θεού, στην κυριολεξία. Ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά στο βάθος, διαπιστώνω ότι το θείο βρέφος λείπει. Ιεροσυλία θα πουν κάποιοι, κακόγουστο αστείο θα το θεωρήσω εγώ και θα κάνω να φύγω. Κι όπως γυρίζω την πλάτη μου, προτού απομακρυνθώ, το αυτί μου πιάνει κάτι που θυμίζει κλάμα. ''Ο σκύλος θα είναι'', λέω στον εαυτό μου, αλλά όταν στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος του, το ζωντανό δε βρίσκεται πια εκεί. ''Δεν μπορεί, θα παράκουσα'', συνέχισα τον εσωτερικό μου μονόλογο,''ώρα να γυρίσω, θα ανησυχούν''. Το κλάμα όμως, επιστρέφει και τώρα είμαι σχεδόν σίγουρη ότι είναι ανθρώπινο και συγκεκριμένα, γυναικείο. Κοιτάζω αναστατωμένη γύρω μου αλλά δε βλέπω κανέναν και τίποτα που θα μπορούσε να παράγει αυτόν τον ήχο. Γυρνάω και πάλι προς τη φάτνη και για μια στιγμή την προσοχή μου τραβά κάτι σαν λαμπύρισμα. Πλησιάζω όσο πιο κοντά μπορώ, το παιχνίδισμα του φωτός, διακρίνω τώρα, προέρχεται από το ομοίωμα της Παναγίας. Αδυνατώ να πιστέψω αυτό που βλέπω, η Παναγία μοιάζει να έχει δακρύσει! Ανοιγοκλείνω συνεχώς τα μάτια μου, ''δεν μπορεί'', ψελλίζω, ''αποκλείται, μου φάνηκε, θα είναι κάποιου είδους αντανάκλαση από τα λαμπιόνια της στολισμένης πλατείας ή μάλλον θα ζαλίστηκα, μάλλον ήπια παραπάνω''. ''Ωρα να την κάνω και γρήγορα'', αφήνω να μου ξεφύγει δυνατά και γυρίζω την πλάτη μου. ''Καλά άκουσες'', μια φωνή από το πουθενά μου μιλά, ''ήταν η μητέρα μου, κάθε φορά που κάποιος αμαυρώνει την ύπαρξη μου θρηνεί, όπως κάθε μάνα''. Παγώνω, δεν τολμώ καν να κοιτάξω, νιώθω τους παλμούς μου να χτυπούν ιλλιγιωδώς στους κροτάφους μου, ο ήχος της συνεχώς επιταχυνόμενης αναπνοής μου φαντάζει εκκωφαντικός στη σιωπή της στιγμής, ο χρόνος έχει σταματήσει. Κάνω να γυρίσω, δεν πιστεύω αυτό που αντικρίζω. Μπροστά μου στέκεται ένας νεαρός άντρας, ψηλός με μακριά καστανά μαλλιά, ντυμένος με έναν μακρύ λευκό χιτώνα και ξυπόλητος. Το πρόσωπό του ακτινοβολεί μια απόκοσμη λάμψη. Θέλω να τρέξω μακριά αλλά τα πόδια μου δεν υπακούν. ''Ποιος είσαι; '' ψελλίζω με την ελάχιστη δύναμη που μου έχει απομείνει. ''Ησύχασε'' μου απαντά, ''μη φοβάσαι''. ''Ποιος είσαι;'' ξαναρωτάω, '' ή μάλλον τι είσαι; ''. Με την ίδια πραότητα μου ξαναλέει να ησυχάσω και αρχίζει να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Ανήμπορη να κάνω το παραμικρό βήμα, έντρομη, μένω εκεί, αποσβολωμένη να τον βλέπω να με πλησιάζει ολοένα και περισσότερο. Δευτερόλεπτα πριν χάσω τις αιθήσεις μου, αισθάνομαι το χέρι του να ακουμπά τον ώμο μου, μια γλυκιά ζέστη κατακλύζει όλο μου το σώμα και τότε σωριάζομαι. 
  Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, ούτε τι μεσολάβησε το διάστημα εκείνο, ξέρω μονάχα ότι ήταν η έντονη μίξη από λιωμένο κερί και λιβάνι που με ξύπνησε. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήμουν μέσα σε εκκλησία και μάλιστα σε αυτή της πλατείας, την αναγνώρισα από την έλλειψη αγιογράφησης. Είναι ανατριχιαστικό να βρίσκεσαι μέσα σε έναν κλειστό ναό τόσο αργά, μεσάνυχτα πια λογικά. Το λιγοστό αχνό φως που φτάνει στο εσωτερικό του ναού μέσα από τα στενά παράθυρα και τα βιτρώ του τρούλου δημιουργεί αλλόκοτες σκιές, ίσα ίσα που διακρίνονται οι επιφάνειες των γύρω πραγμάτων. ''Ο ναός δεν είναι ποτέ κλειστός όπως κι η αγκαλιά μου'' ακούω μια φωνή που μάλλον είχε μόλις διαβάσει τη σκέψη μου. ''Επειδή δε με βλέπεις στην πραγματικότητα δε σημαίνει πως δεν υπάρχω. Υπάρχω σε καθετί που αγαπάς και φροντίζεις με στοργή και συμπόνια. '' Θεέ μου'' φωνάζω ως επιφώνημα ένδειξης τρόμου. ''Ο υιός Του για την ακρίβεια'', βλέπω το νεαρό άντρα της πλατείας να μου απαντά ενώ ανάβει με ευλάβεια το κρεμαστό καντήλι. Το φως δυναμώνει. ''Τι εννοείς είσαι ο, ο Χριστός;'' ρωτάω με τρεμάμενη φωνή. Μα δεν μπορεί μάλλον τρελάθηκα ή ονειρεύομαι ή έχω πεθάνει και ζω μια μεταφυσική εμπειρία, σκέφτομαι από μέσα μου. ''Μη μου κάνεις κακό σε παρακαλώ'', Του λέω και μαζεύομαι στη θέση μου. ''Είσαι ένα από τα παιδιά μου, μόνο απέραντη αγάπη τρέφω για εσένα. Μπορείς να μου ανοίξεις κι εσύ την καρδιά σου χωρίς να φοβάσαι''. Με τη φλόγα από το καντήλι να τρεμοπαίζει, παρατηρώ την ψηλόλιγνη φιγούρα Του. Η μορφή Του αποπνέει μια ηρεμία μια γαλήνη, το ύφος Του είναι τόσο μειλίχιο, δε μοιάζει με τον τρελό της περιοχής, καταλήγω, σίγουρα όχι. Αναθαρρώ λίγο και του απευθύνω το λόγο, ''αν υποθέσουμε ότι είσαι όντως ο Χριστός, γιατί παρουσιάστηκες μόνο σ εμένα και όχι σε ολόκληρο το ποίμνιο Σου;'' ''Αυτό'', μου απαντάει, ''το ξέρεις εσύ τέκνο μου, εσύ με έφερες εδώ αυτή τη νύχτα, εσύ με κάλεσες από τα βάθη της ψυχής σου''. ''Μα εγώ δε Σε έψαξα ποτέ, εγώ αντίθετα ανυπομονούσα να περάσουν οι γιορτές και όλα τα γλυκανάλατα που πάνε μαζί'', λέω με περιπαιχτικό ύφος. Ησυχία, δεν παίρνω απάντηση. ''Δηλαδή'' συνεχίζω, ''το κλάμα που άκουσα έξω ήταν της Παναγίας'', ρωτάω με μια ελαφριά ειρωνεία; Ησυχία ξανά. ''Είσαι ακόμη εδώ;'' φωνάζω και ο αντίλαλος της φωνής μου αντηχεί σε ολόκληρο το ναό, ''φοβαμαι'' λέω ψιθυριστά. Και τότε νιώθω πάλι τη ζεστή Του αύρα να πλησιάζει, αυτή τη φορά κάθεται δίπλα μου. Μοιάζει τόσο αληθινός, τόσο αγνός, τόσο καλοσυνάτος, κι αυτή η λάμψη, σκέφτομαι, δεν μπορεί να ειναι τεχνητή, αποκλείεται…όντως έχω μπροστά μου τον Ιησού Χριστό! ''Ξέρεις'' Του λέω ''Σε πιστεύω, αλλά μου φαίνεται τόσο περίεργο…μπορώ να Σε ρωτήσω ό,τι θέλω, γιατί πάντα είχα απορίες σχετικά…''  ''Μπορείς'', μου απαντάει, ''είμαι εδώ για εσένα σήμερα''. Ξαφνικά δε μου έρχεται τίποτα, είναι απίστευτο, ο Ιησούς Χριστός στέκεται μπροστά μου με σάρκα κι οστά κι εγώ δε βρίσκω τίποτα να Τον ρωτήσω! Επικρατεί απόλυτη σιωπή για μερικά λεπτά. ''Ειναι ώρα να πηγαίνω'', μου λέει, διακόπτοντας τη σιωπή, ''με χρειάζονται και τα άλλα αδέλφια σου, όσο είσαι δίπλα τους θα με βρίσκεις συχνά'', ''περίμενε δύο ερωτήσεις μόνο'', λέω ξαναβρίσκοντας τη φωνή μου, ''ο διάλογος με τον Πόντιο Πιλάτο σε ποια γλώσσα έγινε, γιατί αποκλείεται να γνώριζες σαν ένας φτωχός ξυλουργός που ήσουν, την επίσημη γλώσσα των ρωμαίων κρατικών λειτουργών… και για τον τελευταίο πειρασμό του Καζαντζάκη, αλήθεια εκείνη τη δύσκολη στιγμή λίγο πριν το τετέλεσται υπερίσχυσε η ανθρώπινη φύση Σου, σκέφτηκες έστω για λίγο πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή Σου αν ήσουν άνθρωπος κι όχι γιος του Θεού;'' Καμία απόκριση. Πηγαίνω δειλά προς την πόρτα, τη βρίσκω ανοιχτή. Η απότομη εναλλαγή από το σκοτάδι του ναού στο εξωτερικό φως θολώνει για μερικά δευτερόλεπτα την όρασή μου. Κατεβαίνω στην πλατεία, δεν υπάρχει κανείς τριγύρω. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά ακόμα κι η φάτνη. Έχει επιστρέψει κι ο σκύλος, μόνο που αυτή τη φορά κοιμάται κουλλουριασμένος στη θέση του εξαφανισμένου θείου βρέφους. Σταυροκοπιέμαι καλού κακού, ανασκουμπώνομαι και παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Αν ρωτήσουν γιατί άργησα, θα τους πω ότι συνάντησα τυχαία έναν γνωστό μου από παλιά και πιάσαμε κουβέντα, ένας θεός ξέρει από πότε είχα να τον δω…